- στραταρχία
- η, ΝΜΑ και στρατιαρχία Μ [στρατ(ι)άρχης]το αξίωμα και η εξουσία τού στρατάρχηνεοελλ.το χρονικό διάστημα κατά το οποίο υπηρετεί κανείς ως στρατάρχης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στραταρχία — η το αξίωμα του στρατάρχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στραταρχίας — στραταρχίᾱς , στραταρχία office fem acc pl στραταρχίᾱς , στραταρχία office fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραταρχίαν — στραταρχίᾱν , στραταρχία office fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραταρχίαις — στραταρχία office fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιαρχία — ἡ, Μ βλ. στραταρχία … Dictionary of Greek
ταγματοστραταρχία — ἡ, Μ ταγματαρχία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάγμα, ατος + στραταρχία (< στρατάρχης)] … Dictionary of Greek